αριστούργημα

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ ἀριστούργημα) αριστουργώ
το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο
νεοελλ.
1. (κατ' επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος
2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου
3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα.