ἀστιβής, -ές (Α)1. αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο απάτητος2. ο ερημικός, ο αδιάβατος3. ο άβατος, ο ιερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»].