ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)μσν.(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτοςαρχ.1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.