ἄσφυκτος, -ον (Α) σφύζω1. αυτός που δεν έχει σφυγμό2. ο δίχως σθένος3. (για την ψυχή) ο ήρεμος, ο συγκρατημένος4. αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.