η [Α ἀτράφαξις και -ξυς, (-έως)]το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα].