άτιτλος

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει τίτλο ή επικεφαλίδα
2. (για κυριότητα ακινήτου) αυτός που δεν έχει συμβολαιογραφική πράξη ιδιοκτησίας.