επικεφαλίδα

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπικεφαλίς)
νεοελλ.
1. λέξη ή φράση που είναι γραμμένη στο πάνω μέρος χαρτιού, φακέλου ή εντύπου
2. λέξη ή φράση που αναγράφεται στην αρχή ενός κειμένου και αναφέρεται στο περιεχόμενο
αρχ.
το επιστέγασμα ξύλινου συγκροτήματος ή πολιορκητικής μηχανής, το κεφαλάρι, το πανωκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεφαλίς (υποκοριστικό του κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].