αὐερύω (Α)
1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω
2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω
3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < αF-Fερύω < αν-Fερύω (με αφομοίωση του -F-) < ανα-Fερύω, με αποκοπή της προθέσεως ανά (βλ. και λ. ερύω)].