αιολικός
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (Α αἰολικός, -ή, -ὸν) Αἰολεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιολίδα φυλή ή στους Αιολείς ή και ο όμοιος με αυτούς
αρχ.
1. ο διατυπωμένος στην αιολική διάλεκτο
2. ο συνθεμένος σε αιολικό μέτρο.
(II)
-ή, -ό Αίολος
αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον θεό τών ανέμων Αίολο, που παίρνει την ονομασία του από τον Αίολο, «αιολική ενέργεια» — ενέργεια από τη δύναμη του ανέμου, «αιολική άρπα» — έγχορδο μουσικό όργανο που παράγει ήχο με την πνοή του ανέμου.