άφαρ
Greek Monolingual
ἄφαρ επίρρ. (Α)
1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό
2. πολύ
3. ξαφνικά, γρήγορα
4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την ταχύτητα (πρβλ. αφαρ(ε)ί «γρήγορα, αμέσως», αφάρτερος «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «άγγιγμα, επαφή»].