ο (AM ἀφορισμός)1. αξίωμα, ορισμός σύντομος και ακριβής2. εκκλησιαστική ποινή που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια αποκοπή κάποιου πιστού από το σώμα της Εκκλησίαςαρχ.διάκριση, ορισμός.