και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών)
1. αποθήκη για άχυρα
2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους)
β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον προσπαθεί μάταια να βρει κάτι).