βάκχειος και βακχεῑος και Βάκχιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βάκχο ή στις τελετές του
2. μανιώδης, ενθουσιώδης
3. το αρσ. ως ουσ. Βάκχιος, ο
Βάκχος
β) ο βακχεῑος, (ενν. πους)
μετρική μονάδα με τρεις συλλαβές - - ∪ ή ∪ - -.