βάγμα

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ατος, τό, (βάζω)

   A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).

German (Pape)

[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.

Greek (Liddell-Scott)

βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parole ; τὰ βάγματα discours.
Étymologie: βάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
voz, grito δύσθροα βάγματα A.Pers.636.

• Etimología: v. βάζω.

Greek Monolingual

βάγμα, το (Α) βάζω (III)]
λόγος, ομιλία.