βηλόθυρον

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

τό,

   A door-curtain, portière, Sch.Ar.Ra.969.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): οὐελόθυρον PGrenf.2.111.14 (V/VI d.C.), SB 12942.7 (VII d.C.)
velo que separa el presbiterio de la nave PGrenf.l.c., SB l.c.
cortinón de puerta Sch.Ar.Ra.938.

Greek Monolingual

βηλόθυρον, το (Μ)
1. παραπέτασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό
2. παραπέτασμα λουτρού κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βήλον + -θυρον < θύρα.