βλοσυρόφρων

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A savage-minded, A.Supp.833 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] Aesch. Suppl. 813, heldenhaft gesinnt.

Greek (Liddell-Scott)

βλοσυρόφρων: -ον, ὁ ἔχων βλοσυρόν, ἄγριον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 833.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
à l’âme cruelle.
Étymologie: βλοσυρός, φρήν.

Spanish (DGE)

(βλοσῠρόφρων) -ον
de fiera intención subst. βλοσυρόφρονα χλιδᾷ δύσφορα cunden insoportables intenciones brutales A.Supp.833.

Greek Monolingual

βλοσυρόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό, άγριο φρόνημα.