βλοσυρός
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν v.l. in Hes.Sc.250:—
A hairy, shaggy, bristling, μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι Il.7.212; τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν 15.608, cf. Hes.Sc.147; of lions, ib. 175; of the Κῆρες, ib.250; ἡ δὲ συὸς βλοσυρῆς, to describe a woman, Phoc.3.3; β. χαίτη Lyr.Alex.Adesp.11.4; ἄρκτοι, φώκη, Opp.H.2.247, 5.38; πορδαλίων βλοσυρὰς δύσαντο καλύπτρας Nonn. D. 14.131; later, grim, fearful, ἄγος A.Eu.167 (lyr.); ἄκρη A.R.2.740; κύματα AP9.84 (Antiphan.), cf. 278 (Bianor); φάσματα ἀρχαγγέλων Iamb. Myst.2.3.
2 virile, burly, γενναίους τε καὶ β. τὰ ἤθη Pl.R. 535b; β. γε τὴν ψυχὴν ἔχεις Nicostr.35; of a woman, μαῖα γενναία καὶ β. masculine, Pl.Tht.149a; βλοσυρωτάτη τὸ εἶδος, of Boudicca, D.C.62.2; also, coarse, πίττα Thphr. HP 9.2.3 (Comp.), cf. CP6.12.5 (Comp.).
3 solemn, dignified, σεμνὸν καὶ β. ὁρᾶν Ael.VH12.21; of persons, σεμνὴ καὶ β. Aristacnet.1.7, cf. Him. Or.23.12. Adv. βλοσυρῶς Hld.10.27.
Spanish (DGE)
(βλοσῠρός) -ά, -όν
I 1velludo, hirsuto, cerdoso en rel. c. la vellosidad, esp. como algo propio del varón βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν Il.15.608, cf. Q.S.7.361, χαίτη Lyr.Alex.Adesp.11.4, de anim. λέοντες Hes.Sc.175, cf. Stesich.114.4S., Q.S.1.5, 12.492, ἣ δὲ συὸς βλοσυρῆς la otra (es hija) de la puerca cerdosa Phoc.2.3, ἄρκτοι Opp.H.2.247, Q.S.10.181, φώκη Opp.H.5.38, πορδαλίων βλοσυρὰς δύσαντο καλύπτρας Nonn.D.14.131
•del rostro de guerreros o démones de la guerra bien barbado μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι dicho de Áyax Il.7.212, de Ares, Hes.Sc.191
•subst. τὸ βλοσυρόν como característica de Áyax, Philostr.Im.2.7.2.
2 áspero, basto πίττα Thphr.HP 9.2.3, cf. CP 6.12.5, χρόα de la superficie de la luna, Plu.2.933f, cf. 944b.
II en sent. más amplio
1 viril, varonil γενναίους τε καὶ βλοσυροὺς τὰ ἤθη Pl.R.535b, βλοσυρωτάτην τὴν ψυχὴν ἔχεις Nicostr.Com.33, de mujeres μαῖα ... γενναία ... καὶ β. Pl.Tht.149a, τὸ εἶδος βλοσυρωτάτη de la reina británica Boadicea, D.C.62.2.3.
2 feroz, fiero, aterrador de dioses y seres míticos Κῆρες Hes.Sc.250, cf. 147, Μέδουσα Q.S.10.195, cf. 5.452, de Atenea, Q.S.3.539, cf. 13.426, Διόνυσος Orác. en Eus.PE 5.6.1, (φάσματα) ἀρχαγγέλων Iambl.Myst.2.3, ὄμμα Call.Cer.52, de los ojos pintados de un barco, Philostr.Im.1.19.3, ἄγος A.Eu.168, δάκος Nic.Th.336
•de fenóm. nat., esp. de las olas y el mar ἄχναν Tim.15.83, cf. A.R.2.740, κύματα AP 9.84 (Antiphan.), cf. 278 (Bianor), de accidentes geog. ἄκρη A.R.2.740, astrol. ζῴδιον del signo de Ares, Vett.Val.109.12, gener., Nonn.Par.Eu.Io.19.6
•neutr. como adv. βλοσυρὸν μειδιῶντες de los negros, Philostr.Im.1.29.3, cf. 2.23.3.
3 imponente unido a σεμνός Plot.1.6.5, Aristaenet.1.7.26, cf. Him.8.12, predic. σεμνὸν καὶ βλοσυρὸν ὁρᾶν tener un aspecto solemne e imponente Ael.VH 12.21, cf. Aristid.Or.47.36.
III adv. -ῶς de forma pavorosa Hld.10.27.
• Etimología: Quizá formado a partir del comp. βλοσυρῶπις ‘de mirada de buitre’, donde βλοσυρ- sería una forma eol. sobre *gu̯l̥tur y designaría el buitre, cf. lat. uoltur.
German (Pape)
[Seite 450] auch 2 End., Hes. Sc. 250 u. Man. 2, 6; Hom. zweimal; Iliad. 15, 608 vom Hektor μαίνετο δ' ὡς ὅτ' Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται, βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης· ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν; 7, 212 Αἴας ὦρτο πελώριος, μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι; die Bedeutung scheint = »schrecklich«, »furchtbar« zu sein; Apoll. Lex. Homer. p. 51, 27 βλοσυροῖσι καταπληκτικοῖς. ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἡ βλοσυρῶπις. Letzteres Epitheton hat die Gorgo Iliad. 11, 36; vgl. s. v. βλοσυρῶπις. – Die Folgenden gebrauchen βλοσυρός zum Teil in der Bedeutung »ernst«, »mannhaft«, »Ehrfurcht einflößend«. Hes. μέτωπον, Κῆρες, λέοντες, Sc. 147. 250. 175; αἱμάτων βλοσυρὸν ἄγος, schrecklich, Aesch. Eum. 161; γενναῖοι καὶ βλ. Plat. Rep. VII, 535 a; Theaet. 149 a; Sp.; ψυχή Nicostr. com. bei Eust. 677, 4; σεμνὸν καὶ βλ. ὁρᾶν Ael. V. H. 12, 21; schrecklich, Ap. Rh. 2, 740; πρόσωπον Theocr. 24, 116; κῦμα, χεῦμα, Antiph. 6 Bian. 5 (IX, 84. 278); φλοῖσβος Ἐνυαλίου Mnasale. 4 (VI, 125); δάκος Nic. Th. 336, Schol. καταπληκτικὸν θηρίον; κύδων Nic. Al. 234, Schol. στυπτικός. Bei Theophr. βλοσυρωτέρα πίσσα, horridior, Plin. 16, 12; hart, rauh, τροφή, Id. – Adv., Hel. 10, 27.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 terrible, effrayant;
2 en b. part grave, ferme, fort, généreux : σεμνὸν καὶ βλοσυρὸν ὁρᾶν ÉL avoir un air grave et imposant.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλοσυρός -ά -όν ruig, borstelig:; βλοσυρῇσιν ὑπ’ ὀφρύσιν onder zijn borstelige wenkbrauwen Il. 15.608; overdr. angstaanjagend, woest:; βλοσυρόν... ἄγος een angstaanjagende smet Aeschl. Eum. 167; mannelijk aandoend:. ὑὸς μαίας... γενναίας τε καὶ βλοσυρᾶς de zoon van een flinke en manhaftige vroedvrouw Plat. Tht. 149a.
Russian (Dvoretsky)
βλοσῠρός: 3, Hes.
1 страшный, ужасный, грозный (πρόσωπα Hom.; μέτωπον, λέοντες Hes.; αἱμάτων ἄγος Aesch.);
2 серьезный, степенный (τὰ ἤθη Plat.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain; terrible? (Il.)
Compounds: βλοσυρώπις f. (Λ 36; on the ι Schwyzer 463 n. 5, Chantr. Gramm. hom. 1, 208), -ωπός (AP, D.P.), -ώπεε (dual, Opp.); βλοσυρόμματος (Cerc.), βλοσυρόφρων (A.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 141ff. derives it from βλοσυρ(ός), of a vulture, as Aeolic from IE *gʷl̥tur(os) to Lat. voltur(us) id. But there is no evidence that the word is IE.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
grim, fierce, Il.: terrible, Aesch.: bluff, burly, valiant, Plat.
English (Autenrieth)
doubtful word, ferocious, Il. 7.212; perhaps ‘bushy,’ Il. 15.608.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βλοσυρός, -ά, -όν, Α και -ός, -όν)
αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του
αρχ.
1. άγριος, φοβερός
2. γενναίος, θαρραλέος
3. τραχύς, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης στους Ησίοδο, Αισχ., Πλάτ., Θεόφρ. καθώς και στη μτγν. ποίηση και πεζογραφία. Δυσχέρειες γεννά ο καθορισμός της αρχικής σημασίας της λ., ενώ αβέβαιη παραμένει και η ετυμολόγησή της. Έχει υποτεθεί ότι η λ. βλοσυρός δυνατόν να σχηματίστηκε με απόσπαση της λ. από το ομηρικό συνθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού»), το α' συνθετικό του οποίου βλοσυρ- (κυριολ. «αρπακτικό πτηνό») αποτελεί πιθ. αιολ. τ. < gwltur-, με αντιστοιχία στο λατ. voltur «γύπας» (πρβλ. και λ. βλοσυρώπης)].
Greek Monotonic
βλοσῠρός: -ά, -όν και -ός, -όν, σκυθρωπός, αγριωπός, θηριώδης, σφοδρός, σε Ομήρ. Ιλ.· τρομερός, σε Αισχύλ.· κοφτός, ντόμπρος, ειλικρινής, ρωμαλέος, εύρωστος, γενναίος, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βλοσυρός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250: - φοβερός, αὐστηρός, ἐπὶ τῆς ἐκφράσεως τοῦ ἀνδρικοῦ προσώπου, μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι Ἰλ. Η. 212· τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ’ ὀφρύσιν Ἰλ. Ο. 608, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 147· οὕτως ἐπὶ λεόντων, αὐτόθι 175· ἐπὶ τῶν Κηρῶν, αὐτόθι 250· ἡ δὲ συὸς βλοσυρῆς, πρὸς περιγραφὴν γυναικός, Φωκυλ. 3. 3· μετὰ ταῦτα ἐπὶ παντὸς φοβεροῦ πράγματος, ἄγος Αἰσχ. Εὐμ. 168· ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 740· - παρὰ Πλάτωνι, θαρραλέος, γενναῖος, ἀνδρεῖος, γενναίους τε καὶ βλ. τὰ ἤθη Πολ. 535Β· βλ. γε τὴν ψυχὴν ἔχεις Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 4· οὕτως ἐπὶ γυναικός, μαῖα γενναία καὶ βλ. Πλάτ. Θεαιτ. 149Α· - ὡσαύτως, τραχύς, πρόστυχος, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 2, 3. - Ἐπίρρ. –ρῶς Ἡλιόδ. 10. 27.
Frisk Etymology German
βλοσυρός: {blosurós}
Meaning: Adjektiv unsicherer Bedeutung, vorw. poet. (seit Il.), aber auch Pl., Thphr. u. a.
Composita: Vereinzelte Komposita und Ableitungen: βλοσυρώπις f. (Λ 36; -ῶπις Man.; zur Quantität des ι Schwyzer 463 A. 5 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 208), -ωπός (AP, D.P.), -ώπεε (Dual, Opp.); βλοσυρόμματος (Kerk.), βλοσυρόφρων (A. in lyr.). — βλοσυρότης (Eust.).
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Kühne Hypothese von Leumann Hom. Wörter 141ff. (wo ausführliche Behandlung): ein rein literarisches und künstliches Wort, aus dem hom. Komp. βλοσυρώπις eig. geieräugig oder geierantlitzig (von Γοργώ) herausgelöst; βλοσυρ(ός) also eig. Geier und als äolisch aus idg. *gu̯l̥tur(os) mit lat. voltur(us) ib. identisch. — Jedenfalls ist βλοσυρός ein sehr altertümliches und poetisches Wort, über dessen eigentliche Bedeutung schon früh Unsicherheit herrschte.
Page 1,245-246
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀγριωπός, βάναυσος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα βλέπω.