βάψιμο

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ βάψιμον)
το να βάφει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου
2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω.