το (Μ βάψιμον)το να βάφει κανείς κάτινεοελλ.1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω.