στόμωση
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
η / στόμωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στομῶ / -ώνω]]
η σκλήρυνση του σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.)
αρχ.
1. διάνοιξη οργάνου του σώματος με χειρουργική επέμβαση
2. δεξιοτεχνία του λόγου («στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν», Σοφ.)
3. (κατά τους στωικούς φιλοσ.) ο σχηματισμός της ψυχής με συμπύκνωση του πνεύματος («καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)
4. ενίσχυση, ενδυνάμωση.