βιομηχανικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. σχετικός με τη βιομηχανία
2. αυτός που παράγεται από τη βιομηχανία
3. το θηλ. ως ουσ. η βιομηχανική
η βιολογική μηχανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κων. Λεβίδη].