βιομηχανικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός με τη βιομηχανία
2. αυτός που παράγεται από τη βιομηχανία
3. το θηλ. ως ουσ. η βιομηχανική
η βιολογική μηχανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κων. Λεβίδη].
-ή, -ό
1. σχετικός με τη βιομηχανία
2. αυτός που παράγεται από τη βιομηχανία
3. το θηλ. ως ουσ. η βιομηχανική
η βιολογική μηχανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κων. Λεβίδη].