βλυστάνω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

= sq., Procl.in Cra.p.80P., Mich.in PN51.1, Et.Gud.

Spanish (DGE)

borbotear fig. τὰς πηγαίας θεότητας ἀεννάως τὰ ἀγαθὰ βλυστανούσας Procl.in Cra.80, cf. Mich.in PN 51.1, Et.Gud.274.22.

Greek Monolingual

βλυστάνω (Α)
βλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βλύζω πιθ. κατά το βλαστάνω].