βλυστάνω
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
= βλυχάζω (stain, sully, defile), Procl. in Cra. p. 80P., Mich. in PN 51.1, Et.Gud.
Spanish (DGE)
borbotear fig. τὰς πηγαίας θεότητας ἀεννάως τὰ ἀγαθὰ βλυστανούσας Procl.in Cra.80, cf. Mich.in PN 51.1, Et.Gud.274.22.
Greek Monolingual
βλυστάνω (Α)
βλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βλύζω πιθ. κατά το βλαστάνω].
German (Pape)
= βλύζω, K.S.