βλυστάνω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
= βλυχάζω (stain, sully, defile), Procl. in Cra. p. 80P., Mich. in PN 51.1, Et.Gud.
Spanish (DGE)
borbotear fig. τὰς πηγαίας θεότητας ἀεννάως τὰ ἀγαθὰ βλυστανούσας Procl.in Cra.80, cf. Mich.in PN 51.1, Et.Gud.274.22.
Greek Monolingual
βλυστάνω (Α)
βλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βλύζω πιθ. κατά το βλαστάνω].
German (Pape)
= βλύζω, K.S.