βολιστικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ή, όν, (βόλος)

   A to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.

German (Pape)

[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec un filet.
Étymologie: βολίς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
susceptible de ser pescado con esparavelde ciertos peces, Plu.2.977f.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βολιστικός, -ή, -όν) βολίζω
νεοελλ.
ο σχετικός με τη βόλιση
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ.