τοεκείνος που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέτρο βλακείας, ο πολύ βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαξ (-κός) + μετρό. Η λ. βλακόμετρον, το μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].