βραχυόνειρος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A with short or few dreams, ὕπνος Pl.Ti.45e; φαντασίαι Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzen, wenigen Träumen, ὕπνος Plat. Tim. 45 e.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυόνειρος: -ον, καθ’ ὅν τις σύντομα ἢ ὀλίγα ὄνειρα βλέπει, ὕπνος Πλάτ. Τιμ. 45E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a peu de songes ou des songes courts;
2 qui est un songe de courte durée.
Étymologie: βραχύς, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον
de pocos sueños ὕπνος Pl.Ti.45e, φαντασίαι Plu.2.686b.

Greek Monolingual

βραχυόνειρος, -ον (Α)
με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).