βώτωρ

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = βοτήρ, Il.12.302; βώτορες ἄνδρες Od.14.102, AP 6.262 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

βώτωρ: -ορος, ὁ, =βοτής, βοτήρ, Ἰλ. Μ.302, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
pâtre.
Étymologie: βόσκω ; cf. βοτήρ.

English (Autenrieth)

ορος (βόσκω): shepherd; pl., and w. ἄνδρες, Μ 3, Od. 17.200.</div1>

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
pastor, Il.12.302, Od.14.102, AP 6.262 (Leon.), cf. βοτήρ.

Greek Monolingual

βώτωρ, ο (Α)
βοτήρ, βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βω- (εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- του ρ. βόσκω) + (επίθημα) -τωρ].