βοτάνι

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM βοτάνιον) βοτάνη
χόρτο
νεοελλ.
1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο
2. μαγικό βότανο
3. μύρο
4. πυρίτιδα
5. εύφλεκτο υλικό, το «υγρόν πυρ».