γαστρόρροια

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ἡ,

   A diarrhoca, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.1.87D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
medic. diarrea, Cyran.2.4.34, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.Progn.78.10, 90.3.

Greek Monolingual

η (Α γαστρόρροια)
νεοελλ.
βλεννώδης υπερέκκριση του στομάχου
αρχ.
διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -ρροια < ρoFoς-ρους < ρέω].