γαλατάς

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. γαλατού, η)
1. ο γαλακτοπώλης
2. εκείνος που του αρέσει πολύ το γάλα
3. θηλ. αυτή που παράγει, που κατεβάζει πολύ γάλα, η γαλάρα.