γαλήνεμα

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το γαληνεύω
1. η κατάσταση της θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή
2. καταπράυνση, καθησύχαση.