γαλήνεμα
Greek Monolingual
το γαληνεύω
1. η κατάσταση της θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή
2. καταπράυνση, καθησύχαση.
το γαληνεύω
1. η κατάσταση της θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή
2. καταπράυνση, καθησύχαση.