γκριμάτσα

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γριμάτσα, η
στιγμιαία παραμόρφωση της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, μορφασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)].