γιγγλισμός

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ὁ,

   A tickling, Suid.    II = γίγγλυμος 5, Paus.Gr.Fr. 108.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλισμός: ὁ, γαργάλισμα, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): γιγλ- Sud., Anecd.Ludw.74.17
cosquillas, risa a carcajadas producida por las cosquillas, Hsch., Sud., Anecd.Ludw.l.c.

• Etimología: Deformación expresiva de κιχλισμός quizá por influencia de γίγγρος etc.

Greek Monolingual

γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση του γίγγρος}.