γαργάλημα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο
ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη του σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών.