γλοία

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

or γλοιά, ἡ,

   A = γλία, glue, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)
κόλλα, κολλώδης ουσία·