γλία
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ἡ, glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.
Greek (Liddell-Scott)
γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.
Greek Monolingual
η
βλ. γλοία.
{{etym |etymtx=γλίνη, [[γλίον See also: s. γλοιός. }}
Frisk Etymology German
γλία: γλίνη, γλίον
{glía}
See also: s. γλοιός.
Page 1,312