γνωμίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of γνώμη, Ar. Eq.100, Nu.321, Luc.Par.42.
German (Pape)
[Seite 498] τό, dim. zu γνώμη, Meinung, Ar. Equ. 100 Nubb. 320; Luc. Paras. 42; Alciphr. 3, 22.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γνώμη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 100, Νεφέλ. 321.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
courte sentence.
Étymologie: dim. de γνώμη.
Spanish (DGE)
-ου, τό
máxima c. matiz despect. o irón. γνωμιδίῳ γνώμην νύξασα Ar.Nu.321, cf. Eq.100, Luc.Par.42, Alciphr.2.19.2.