απόφθεγμα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀπόφθεγμα) αποφθέγγομαι
σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό.