γραίνω

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

   A = γράω, gnaw, Hsch. γραιολέας· πονηρὰς ἢ ὀλεθρίας γραίας, Id.

German (Pape)

[Seite 503] = γράω, nagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

γραίνω: γράω, ῥοκανίζω,Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

manger HSCH.
Étymologie: γράω.

Spanish (DGE)

comer Hsch., cf. γράω.

Greek Monolingual

(I)
γραίνω) γράω
νεοελλ.
ξεχωρίζω με τα δάχτυλα τα έρια που πρόκειται να ξανθούν
αρχ.
ροκανίζω, κατατρώγω.———————— (II)
υγραίνω, διαβρέχω.