γητειά

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω
1. μαγική επωδή, ξόρκι
2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια
3. θέλγητρο, γοητεία.