ξόρκι
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
το
1. επωδή
2. εξορκισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)].
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
το
1. επωδή
2. εξορκισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)].