θέλγητρο
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
το (AM θέλγητρον) θέλγω
1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη
2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω. Η κατάλ. -η-τρον παρεκτεταμένος τ. της -τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη-τρον. Το ρ. θέλγω σχημάτισε μια σειρά παραγώγων με τις συγγενείς δηλωτικές του οργάνου καταλήξεις -τρον (θέλκ-τρον, με διαφ. ανάγνωση θελκ-τύς) και -τήριον (θελκ-τήριον, πρβλ. θελκτήριος). Συναφής και η γλώσσα του Ησυχίου θέλκ-ταρ].