δαφνικός
Greek Monolingual
-ή, -ό δάφνη
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.
-ή, -ό δάφνη
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.