γωνιάζω

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

   A place at an angle, Porph. inCat.132.31.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.

Spanish (DGE)

colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.

Greek Monolingual

(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).