δαμνοδάμεια

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δαμνοδάμεια, η (Α)
αυτή που υποτάσσει (επίθετο της Σελήνης στη μαγική ορολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + (θ.) δαμ- του παθ. αορ. εδάμην του ρ. δάμνημι].