A make afraid, LXXDe.20.8.
[Seite 537] furchtsam machen, LXX.
δειλιαίνω: κάμνω τινὰ νὰ φοβῆται, Ἑβδ. (Δευτ. κ΄, 8).
asustar, intimidar τὴν καρδίαν LXX De.20.8.
δειλιαίνω (AM) δειλίαεμπνέω φόβο σε κάποιον.