δαμασκί

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και διμισκί, το
1. (για χρώμα) το δαμασκηνί
2. φρ. «δαμασκί σπαθί» — σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία της πρωτεύουσας της Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ. dimichqy].