δεινώψ

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.

German (Pape)

[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.

Greek (Liddell-Scott)

δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος
de mirada terriblede las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.

Greek Monolingual

δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].