ὤψ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὤψ Medium diacritics: ὤψ Low diacritics: ωψ Capitals: ΩΨ
Transliteration A: ṓps Transliteration B: ōps Transliteration C: ops Beta Code: w)/y

English (LSJ)

ἡ, EM344.55, but ὁ, Ar.Byz. (v. infr.), Eust.1426.55 (v. infr.), gen. ὠπός, acc. ὦπα:—
A eye, face, countenance, Hom. and Hes., only in acc. sing.; εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί = to look one in the face, Il.9.373; ἐπὴν ἔλθητε Διός τ' εἰς ὦπα ἴδησθε 15.147: abs., δεινὸς εἰς ὦπα ἰδέσθαι Od.22.405, cf. 23.107; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν = in face she is like the goddesses, Il.3.158; οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει Od.1.411; θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Hes.Op.62.—masc. acc. pl., μεγάλους ὦπας Ar. Byz. ap. Ath.7.287b, cf. Ath.9.367a, Gal.12.804, Eust. l. c.; διγλήνους ὦπας Theoc.Ep.6.2, cf. EM233.32: but τὰ ὦπα Pl.Cra.409c: dat. ὤπεσσι Max.157. (Cf. ὄψ B.)

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, gen. ὠπός, acc. ὦπα, Auge, Gesicht, Antlitz; Hom. u. Hes., die aber nur den acc. sing. brauchen; εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί, Einem grade ins Gesicht sehen, Il. 9, 373; auch εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι, 15, 147; ohne Casus, Od. 22, 405. 23, 107; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν, sie gleicht den Göttinnen, wenn man ins Gesicht sieht, von Gesicht, Il. 3, 158, vgl. Od. 1, 411; θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Hes. O. 62. – Bei Plat. Crat. 409 c schreibt Bekker τὰ ὦπα, die vulg. ist aber τοὺς ὦπας, welches masc. auch das E. M. p. 158, 41 bestätigt; vgl. Ath. VII, 287 a IX, 367 a.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
seul. à l'acc. ὦπα;
vue ; visage : εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί IL ou εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι IL regarder qqn en face ; θεῆς εἰς ὦπα ἔοικεν IL elle ressemblait de visage ou d'aspect à une déesse.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ὄπωπα, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὤψ: ἡ, Theocr. ὁ (acc. ὦπα, pl. тж. τὰ ὦπα) взгляд, вид, pl. глаза, лицо: εἰς ὦπα ἰδέσθαι Hom. смотреть в лицо, взглянуть в глаза; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Hom. на вид она казалась богиней; καταταξεῖς δάκρυσι ὦπας Theocr. с заплаканными глазами.

Greek (Liddell-Scott)

ὤψ: ἡ, Ἐτυμ. Μέγ. 344. 55, - ἀλλὰ ὁ, Εὐστ. 1426. 57 (ἴδε κατωτ.), γεν. ὠπός, αἰτ. ὦπα· - ὀφθαλμός, πρόσωπον, ὄψις, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἀλλὰ μόνον κατ’ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, οὐδ. ἂν ἔμοιγε τετλαίη κύνεός περ ἐὼν εἰς ὦπα ἰδέσθαι, νά με ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον, Ἰλ. Ι. 373· εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι Ο. 147· καὶ ἀπολ. εἰς ὦπα ἰδέσθαι Ὀδ. Χ. 405, Ψ. 107· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν (περὶ τῆς Ἑλένης), «λίαν ταῖς ἀθανάτοις θεαῖς κατὰ τὴν πρόσοψιν ὁμοία ἐστὶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 158· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει Ὀδ. Α. 411· θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 62. - Ἐν Πλάτ. Κρατ. 409C, εὕρηται ἀρσ. αἰτιατ. πληθ. τοὺς ὦπας (ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ παρ’ Ἀθήν. 287Α, 367Α, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6, ὅπερ βεβαιοῦται καὶ ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 158), ἣν ἀποδοκιμάζει ὁ Βεκκῆρ. καὶ ὁ Stallb., ἀναγινώσκουσι δὲ τὰ ὦπα κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα· δοτ. ὤπεσσι Μάξιμ. π. καταρχ. 157. (Ἐκ τῆς √ΟΠ ἴδε ὄψ Β).

Greek Monotonic

ὤψ: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), μάτι, πρόσωπο, όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα ἰδέσθαι τινί, κοιτάζω κάποιον κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα ἰδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο πρόσωπο όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὄψομαι, fut. of ὁράω
the eye, face, countenance, Hom., Hes.; εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί to look one in the face, Il.; and absol., εἰς ὦπα ἰδέσθαι Od.; but, θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν in face she is like the goddesses, Il.

Frisk Etymology German

ὤψ: {*ṓps}
Forms: alt nur in den stehenden Ausdrücken ἐνῶπα (nur in κατ’ ἐνῶπα), s.d., εἰς ὦπα ins Gesicht, Auge in Auge (Hom., Hes.), dazu Dat. pl. ὤπεσσι (Max.), Akk. μεγάλους ὦπας (Ar. Byz.) u.a., τὰ ὦπα (Pl. Kra. 409c bzgl. einer Etymologie).
Grammar: Genus schwankend: nach EM 344, 55 fem.; nach Ar. Byz., Eust. u.a. mask. (wohl nach ὀφθαλμός; vgl. EM 233, 32); nach Sommer Nominalkomp. 10 ntr.
Meaning: Auge, Gesicht, Antlitz,
Composita : Als Hinterglied in ἑλίκωψ, μύωψ (s. dd. m. Lit.) u.a.; dabei kommt auch Kompositionsdehnung in Betracht (Schwyzer 426 A. 4); mehrere Einzelheiten bei Fraenkel Nom. ag. 1, 80 A. 2; 2, 42 f. und 159f. Dazu zahlreiche Feminina, z.B. ἑλικῶπις, βοῶπις (urspr. -ώπ-ις? Schwyzer 463 A. 5, Chantraine Gramm. hom. 1, 208); s. Sommer Nominalkomp. 2 A. 2.
Derivative: Hypostasen: ἐνώπιος, -ιον, -ῇ, s. ἐνῶπα; ἐξώπιος aus dem Gesicht, außerhalb (E.); εἰσωπός (: εἰς ὦπα) ‘Auge in Auge, gerade gegenüber, unmittelbar in d. Nähe befindlich’ (Ο 653, A. R., Arat.); ὑπώπια n. pl. (selten -ιον sg.) der Teil des Gesichts unter den Augen, Schlag, Beule unter den Augen (seit Μ 463); μέτωπον, πρόσωπον (s. bes.). — Weitere Ableitungen: 1. ὠπή f. Gesicht, Anblick (A. R., Nik.). 2. ὤπια· ὀφρύδια H. 3. ὠπάω beobachten in ὠπῶντες (EM 322, 9 anläßlich ἑλίκωπες), Med. Aor. ὠπήσασθαι (Opp.), Fut. -ήσεσθαι· ὄψεσθαι H. Mit Präfix ἐπωπάω betrachten, überblicken, beaufsichtigen (A.) mit ἐπωπή f. ‘Aufsicht(sort), Warte’ (A. Supp. 539 lyr.), ON Ἐπώπη = Ἀκροκόρινθος (St. B.), -εύς m. eponymer Königsname (Apollod.; Boßhardt 105), N. (Bein.) eines Gottes (Mykale IVa), -ίς· Δημήτηρ παρὰ Σικυωνίοις und -ίδες· ἐπίσκοποι, ἀκόλουθοι παρὰ Λακεδαιμονίοις, auch -έτης· Ζεὺς παρὰ Ἀθηναίοις H. — Erweitert ἐπωπάζει· ἐφορᾷ, ἐποπτεύει H.
Etymology : Alte dehnstufige Bildung neben ὄψ Auge, Gesicht; s. ὄπωπα m. weiteren Anknüpfungen.
Page 2,1154