δασάρχης

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
κρατικός υπάλληλος, προϊστάμενος της διοίκησης μιας δασικής περιφέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -αρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].