δερματοπώλης
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pieles, Gloss.2.268.
Greek Monolingual
ο
πωλητής δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
-ου, ὁ vendedor de pieles, Gloss.2.268.
ο
πωλητής δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].